naufragar - ορισμός. Τι είναι το naufragar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι naufragar - ορισμός


naufragar      
verbo intrans.
1) Irse a pique o perderse la embarcación. Se dice también de las personas que van en ella.
2) fig. Salir mal un intento de negocio.
naufragar      
naufragar (del lat. "naufragare")
1 intr. *Hundirse un barco en el agua por accidente. Zozobrar. Sufrir alguien el naufragio del barco en que va.
2 *Fracasar algún intento o asunto. Fracasar en algún intento o asunto.
naufragar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
1) obtener: obtener, conseguir, ganar
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για naufragar
1. Estuvieron a punto de naufragar cuando una ola enorme les llenó de agua media embarcación.
2. - 25-'-2003, Cádiz. 37 inmigrantes mueren ahogados al naufragar una patera en Rota.
3. - 8-'-2001, Cádiz. 17 muertos al naufragar una patera en Barbate.
4. Podría naufragar si el presidente Jacques Chirac insiste en mencionar el Protocolo de Kyoto, que EE.UU. rechaza.
5. Hallados 25 cadáveres tras naufragar una patera con 40 personas a bordo.
Τι είναι naufragar - ορισμός